οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen
το (Μ ἀντίσηκος, -ον)νεοελλ.το αντίβαρομσν.ισόρροπος, ισοδύναμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι - + σηκός «βάρος, βαρίδι»].