αντίσηκο

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392

Greek Monolingual

το (Μ ἀντίσηκος, -ον)
νεοελλ.
το αντίβαρο
μσν.
ισόρροπος, ισοδύναμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι - + σηκός «βάρος, βαρίδι»].