αξεχώριστος
From LSJ
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που δεν είναι δυνατόν να ξεχωριστεί, να τοποθετηθεί χωριστά από κάποιον ή από κάτι
2. αδιανέμητος, αδιαίρετος («κληρονομικά αξεχώριστα»)
3. εκείνος που δεν μπορούμε να τον ξεχωρίσουμε, να τον διακρίνουμε από κάποιον άλλο («αυτά τα δίδυμα είναι αξεχώριστα»).