γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
[Seite 267] τό, Erhöhung, Aesop.
ἀνύψωμα: -ατος, τό, ὕψωμα ἢ ἀνύψωσις τοῦ αὐτῇ πρέποντος ἀνυψώματος Εὐστ. Πονημάτ. 69. 70, Αἴσωπ.
ατος (τό) :exhaussement, élévation.Étymologie: ἀνυψόω.
ἀνύψωμα, το (Μ)ανύψωση.