Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
οαυτός που κατεβαίνει, μετέχει σε απεργία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. άπεργος «αργός, οκνηρός» < απ(ο)- + -εργος < έργον].