αποθησαύριση

From LSJ
Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source

Greek Monolingual

η
1. η συγκέντρωση, η συλλογή υλικών ή πνευματικών αγαθών
2. (για λέξεις) η καταγραφή, η καταχώριση σε λεξικό αθησαύριστων λέξεων, η κατάρτιση λεξικού
3. η απόσπαση χρήματος, συνήθως χρυσού, από την ενεργό κυκλοφορία και η συσσώρευσή του πέρα από τα πιστωτικά ιδρύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποθησαυρίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Δημήτριο Βικέλα].