ἀποκατατίθημι
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
English (LSJ)
A lay aside, ἀποκάτθετο (sync. aor. Med.) κυνέην A.R.3.1287: c. gen., ib.817.
German (Pape)
[Seite 306] (s. τίθημι), ab-, niederlegen, Ap. Rh. 3, 816. 1285 im med.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκατατίθημι: θέτω κατὰ μέρος, ἀποκάτθετο (συγκεκομ. μέσ. ἀόρ.) Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 816.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. med. ἀποκάτθετο A.R.3.817, 1287, imperat. ἀποκάτθεο Nonn.D.45.67]
apartarse, dejar a un lado, quitarse κυνέην δ' ἀποκάτθετο A.R.3.1287, ἀποκάτθεο κισσὸν ἐθείρης Nonn.D.45.67
•c. ac. y gen. καὶ τὴν μέν ῥα πάλιν σφετέρων ἀποκάτθετο γούνων y apartó de nuevo ésta (la caja) de sus rodillas A.R.3.817
•abs. ἐπανελθ[ὼ] ν πάλιν εἰς τὸν ἴδι[ον τόπον] ἀποκαταθοῦ POxy.2554.3.12 (III d.C.).
Greek Monolingual
ἀποκατατίθημι (Α)
αποθέτω, βάζω κατά μέρος.