ἀποκαταβαίνω
From LSJ
κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things
English (LSJ)
A dismount, D H.9.16.
German (Pape)
[Seite 305] (s. βαίνω), davon herabsteigen, Dion. Hal. 9, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκαταβαίνω: μέλλ. -βήσομαι, καταβαίνω ἀπό, συχνάκις τοῦ ἵππου ἀποκατέβαινε Διον. Ἁλ. 9. 16.
Spanish (DGE)
desmontar, descabalgar D.H.9.16.
Greek Monolingual
ἀποκαταβαίνω (Α)
ξεπεζεύω.