ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple
ο (Α ἀπόπατος)αφοδευτήριο, αποχωρητήριοαρχ.αποπάτημα, ακαθαρσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αποπατώ (-έω), με υποχωρητικό σχηματισμό].