αργατιά

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)

Source

Greek Monolingual

η
1. εργασία σε κτήμα ή σπίτι άλλου με αμοιβή, μεροκάματο
2. εργασία ομαδική, χωρίς μισθό, που γίνεται για κάποιον άλλο
3. το σύνολο των εργατών που απασχολούνται σε μια δουλειά
4. η εργατική τάξη, ο κόσμος των εργατών.