άρμενος
From LSJ
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
Greek Monolingual
ἄρμενος, -η, -ον (Α) [(μτχ. αορ. του) αραρίσκω]
1. ο κατάλληλος για κάτι
2. καλά, στερεά προσαρμοσμένος
3. έτοιμος
4. αρεστός, ευχάριστος.