άρμενος

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99

Greek Monolingual

ἄρμενος, -η, -ον (Α) [(μτχ. αορ. του) αραρίσκω]
1. ο κατάλληλος για κάτι
2. καλά, στερεά προσαρμοσμένος
3. έτοιμος
4. αρεστός, ευχάριστος.