εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
(AM ἀρωματίζω) [[[άρωμα]] (Ι)]1. ευωδιάζω2. ραντίζω ή επαλείφω με άρωμα.