αστοχώ
From LSJ
ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city
ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city
(AM ἀστοχῶ, -έω) άστοχος
1. δεν πετυχαίνω τον στόχο, αποτυγχάνω
2. σφάλλω, πλανώμαι στην κρίση μου
(μσν. νεοελλ.) δεν ευδοκιμώ («αστόχησαν τα στάρια», «αστοχήσασα η χώρα διά την λειψυδρίαν»)
νεοελλ.
1. ξεχνώ
2. δεν δίνω σημασία, παραμελώ.