ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman
η (AM ἀτοκία) [[[άτοκος]] (Ι)]1. ανικανότητα για τεκνοποίηση, στειρότητα2. αγονία, ακαρπία.