βαλίτσα

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek Monolingual

και -τζα, η
1. ταξιδιωτικός σάκκος, παραλληλεπίπεδου σχήματος, ο οποίος αποτελείται από δύο μισά που συνδέονται με στρόφιγγες και χρησιμεύει στη μεταφορά προσωπικών ειδών
2. φρ. «διπλωματική βαλίτσα» — ο διπλωματικός σάκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. valigia].