βαγόνι
From LSJ
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
Greek Monolingual
το
1. σιδηροδρομικό ή τροχιοδρομικό όχημα
2. συνεκδ. το φορτίο που μπορεί να χωρέσει σε σιδηροδρομικό όχημα («δυο βαγόνια κάρβουνα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vagone < (αγγλ.) wagon].