βοητικός
From LSJ
κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation
English (LSJ)
ή, όν, gloss on foreg., Sch.A. l.c.
German (Pape)
[Seite 452] schreiend, Sp., z. B. Schol. Aesch. Pers. 567.
Greek (Liddell-Scott)
βοητικός: -ή, -όν, βοῶν, θορυβώδης, Ἀριστ. Κοϊντιλ. 96.
Spanish (DGE)
-ή, -όν que chillaglos. a βοᾶτις Sch.A.Pers.575M.