γουδοχέρι

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source

Greek Monolingual

και γουδόχερο, το
1. κόπανος του γουδιού
2. φρ. α. «το γουδί, το γουδοχέρι» — τα ίδια και τα ίδια
β. «το γουδί, το γουδοχέρι με τον κόπανο στο χέρι» — λέγεται γι' αυτούς που επιμένουν σε παράλογα ή επαναλαμβάνουν τα ίδια.