ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness
και δεσποινίς, η (Μ δεσποινίς) δέσποινανεοελλ.1. νεαρή γυναίκα2. ανύπαντρη γυναίκαμσν.1. κυρία, αρχόντισσα2. αρχοντοπούλα.