δημοτικότητα

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)

Source

Greek Monolingual

η
1. το να διάκειται κανείς με συμπάθεια προς τον λαό, το να είναι καταδεχτικός
2. το να είναι κανείς δημοφιλής ή λαοφιλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Αναστ. Πολυζωΐδη].