δευτερόκλαδος
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δεύτερο κλάδο ή στη δεύτερη βλάστηση
2. ο δευτερότοκος.