δευτερόκλαδος

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δεύτερο κλάδο ή στη δεύτερη βλάστηση
2. ο δευτερότοκος.