διαπήδηση
From LSJ
διαπασῶν, διατεσσάρων, διαπέντε → through all, through four, through five (Pythagorean musical terms)
Greek Monolingual
η (Α διαπήδησις, -εως) διαπηδώ
αναπήδηση
αρχ.
κυκλοφορία του αίματος μέσω τών ιστών.
διαπασῶν, διατεσσάρων, διαπέντε → through all, through four, through five (Pythagorean musical terms)
η (Α διαπήδησις, -εως) διαπηδώ
αναπήδηση
αρχ.
κυκλοφορία του αίματος μέσω τών ιστών.