διαρρωγή

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαρρωγή Medium diacritics: διαρρωγή Low diacritics: διαρρωγή Capitals: ΔΙΑΡΡΩΓΗ
Transliteration A: diarrōgḗ Transliteration B: diarrōgē Transliteration C: diarrogi Beta Code: diarrwgh/

English (LSJ)

ἡ,

   A gap, interstice, left in applying a bandage, Hp.Art. 35.

Greek (Liddell-Scott)

διαρρωγή: ἡ, χάσμα, διάστημα ἀφεθὲν κατὰ τὴν ἐφαρμογὴν ἐπιδέσμου, Ἱππ. Ἄρθρ. 822.

Greek Monolingual

διαρρωγή, η (Α)
χάσμα, κενό που αφήνεται κατά την επίδεση με επίδεσμο.