διαφιλονικώ
From LSJ
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
(-έω) (ΑΝ) (επιτατ. του φίλονικώ)
1. μαλώνω για την κατοχή ενός πράγματος, αμφισβητώ, διεκδικώ
2. διαγωνίζομαι, αμιλλώμαι
νεοελλ.
(μτχ.) διαφιλονικούμενος
ο αμφισβητούμενος, επίδικος.