διαφιλονικώ

From LSJ

μόνον τὸ καλὸν ἀγαθὸν εἶναι → only the beautiful is the good, only the morally beautiful is good

Source

Greek Monolingual

(-έω) (ΑΝ) (επιτατ. του φίλονικώ)
1. μαλώνω για την κατοχή ενός πράγματος, αμφισβητώ, διεκδικώ
2. διαγωνίζομαι, αμιλλώμαι
νεοελλ.
(μτχ.) διαφιλονικούμενος
ο αμφισβητούμενος, επίδικος.