διαφιλονικώ

From LSJ

εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)

Source

Greek Monolingual

(-έω) (ΑΝ) (επιτατ. του φίλονικώ)
1. μαλώνω για την κατοχή ενός πράγματος, αμφισβητώ, διεκδικώ
2. διαγωνίζομαι, αμιλλώμαι
νεοελλ.
(μτχ.) διαφιλονικούμενος
ο αμφισβητούμενος, επίδικος.