δίκταμνο
From LSJ
Βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται → Reddenda cunctis vita tamquam debitum → Den Tod erleiden schulden alle Sterblichen
Greek Monolingual
και δίκταμο και δίχταμο, το και δίκταμος και δίχταμος, ο (AM δίκταμνον, το και δίκταμνος, η)
το θεραπευτικό φυτό αμάρακον dictamnum.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παράγωγη λ. < Δίκτη, ονομασία κρητικού βουνού όπου φύτρωνε το δίκταμ(ν)ο
το επίθημα -αμ(ν)ο πιθ. είναι αιγαιακής προελεύσεως (πρβλ. σφένδαμνος, κάρδαμον)].