ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
διερῶ (Α)στραγγίζω, φιλτράρω.[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (ά) + ερώ (-άω) «χύνω έξω, ξεχύνω»(πρβλ. απερώ, εξερώ, κατερώ κ.ά.)].