δορίκτυπος

From LSJ
Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορῐκτῠπος Medium diacritics: δορίκτυπος Low diacritics: δορίκτυπος Capitals: ΔΟΡΙΚΤΥΠΟΣ
Transliteration A: doríktypos Transliteration B: doriktypos Transliteration C: doriktypos Beta Code: dori/ktupos

English (LSJ)

ον,

   A spear-clashing, Pi.N.3.60.

German (Pape)

[Seite 658] speerklingend; ἀλαλά Pind. N. 3, 57; Αἰακίδαι 7, 9.

Greek (Liddell-Scott)

δορίκτῠπος: -ον, ὁ τὰς λόγχας κτυπῶν, συγκροτῶν, Πίνδ. Ν. 3. 103.

English (Slater)

δορίκτῠπος, -ον
   1 of, with clashing spears πεμφθεὶς ὑπὸ Τροίαν δορίκτυπον ἀλαλὰν Λυκίων τε προσμένοι καὶ Φρυγῶν (edd. refer the adj. to either Τροίαν or ἀλαλάν) (N. 3.60) πόλιν γὰρ φιλόμολπον οἰκεῖ δορικτύπων Αἰακιδᾶν (N. 7.9)

Spanish (DGE)

(δορίκτῠπος) -ον
1 acompañado del fragor de las lanzas, ἀλαλά Pi.N.3.60.
2 que entrechoca la lanza de pers. δορικτύπων Αἰακιδᾶν Pi.N.7.9.

Greek Monolingual

δορίκτυπος, -ον (Α)
αυτός αντηχεί από τα χτυπήματα τών δοράτων.