δίπορτος

From LSJ
Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει δύο πόρτες, διεξόδους
2. το ουδ. ως ουσ. το δίπορτο
διπλή διέξοδος, καταφύγιο
3. φρ. «το 'χει δίπορτο» — έχει διπλό τρόπο διαφυγής σε δύσκολες περιστάσεις.