εγκοίλιος

From LSJ
Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source

Greek Monolingual

-ο (AM ἐγκοίλιος, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται μέσα στην κοιλιά
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εγκοίλια
(για πλοία) τα εγκάρσια ξύλα της κοιλιάς του πλοίου, οι πλευρές, νομείς
αρχ.
εντόσθια.