εγχειρίζω
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
Greek Monolingual
(AM ἐγχειρίζω)
δίνω στο χέρι, εμπιστεύομαι, αναθέτω, παραδίνω («ἐνεχείρισε τὸ βρέφος»)
μσν.- νεοελλ.
εγχειρώ
αρχ.-μσν.
αποδέχομαι κάτι που μού προσφέρεται
αρχ.
παραδίνομαι.