είρην
From LSJ
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
Greek Monolingual
εἴρην και ἰρήν (ἰρένος), ο (Α)
Σπαρτιάτης που είχε συμπληρώσει το εικοστό έτος της ηλικίας του και είχε την επίβλεψη τών νεωτέρων.