εἰσανέχω

From LSJ
Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσανέχω Medium diacritics: εἰσανέχω Low diacritics: εισανέχω Capitals: ΕΙΣΑΝΕΧΩ
Transliteration A: eisanéchō Transliteration B: eisanechō Transliteration C: eisanecho Beta Code: ei)sane/xw

English (LSJ)

intr.,

   A rise above, c. gen., ib.1360, cf. 4.291 : c. acc., γαῖαν εἰσανέχει πέλαγος ib.1578.

German (Pape)

[Seite 740] (s. ἔχω), sich hineinerstrecken, hineinragen; ins Meer, Ap. Rh. 1, 1360; πέλαγος γαῖαν, ins Land, 4, 1578.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσανέχω: μέλλ. -έξω, ἀμετάβ., ὑψοῦμαι ὑπεράνω, μετὰ γεν., χθονὸς εἰσανέχουσαν ἀκτήν, «ἐξέχουσαν καὶ ἐπηρμένην... ἢ ἀνατεταμένην πλαγίαν ἰδόντες» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1360, πρβλ. 4. 291· μετ’ αἰτ., πέλαγος εἰσανέχειν γαῖαν αὐτόθι 1578, Ἠώς.

Spanish (DGE)

adentrarse, extenderse esp. de accidentes geog., c. gen. κόλπον ... πόντου ... εἰσανέχοντα A.R.4.291, χθονὸς εἰσανέχουσαν ἀκτήν A.R.1.1360, c. ac. γαῖαν εἰσανέχει πέλαγος A.R.4.1578
alzarse Λιλύβη μὲν ἐπὶ ῥιπὴν ζεφύροιο εἰσανέχει D.P.471.

Greek Monolingual

εἰσανέχω (Α)
υψώνομαι πάνω από κάτι.