εκδοτικός

From LSJ
Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εκδότη ή στην έκδοση («εκδοτικά [έξοδα]» — το αναγκαίο ποσό για την έκδοση εντύπου)
2. αυτός που ασχολείται ή αναλαμβάνει εκδόσεις («εκδοτικός οίκος»)
3. φρ. «εκδοτικές τράπεζες» — τράπεζες που αναλαμβάνουν προνομιακά με νόμο της πολιτείας το δικαίωμα της εκδόσεως και κυκλοφορίας τραπεζογραμματίων.