εκδοτικός
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εκδότη ή στην έκδοση («εκδοτικά [έξοδα]» — το αναγκαίο ποσό για την έκδοση εντύπου)
2. αυτός που ασχολείται ή αναλαμβάνει εκδόσεις («εκδοτικός οίκος»)
3. φρ. «εκδοτικές τράπεζες» — τράπεζες που αναλαμβάνουν προνομιακά με νόμο της πολιτείας το δικαίωμα της εκδόσεως και κυκλοφορίας τραπεζογραμματίων.