ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes
-η, -ο (AM ἔκπληκτος, -ον)νεοελλ.αυτός ο οποίος κατέχεται από έκπληξημσν.εκπληκτικόςαρχ.1. αυτός που προκαλεί τρόμο, ο τρομερός2. κατατρομαγμένος, έντρομος3. εκείνος που τρομάζει ή θορυβείται εύκολα.