ελεεινολογώ
From LSJ
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
Greek Monolingual
(-έω) (ΑΜ ἐλεεινολογοῡμαι, -έομαι)
νεοελλ.
1. χαρακτηρίζω κάποιον ή μια κατάσταση ως ελεεινά, άξια να προκαλέσουν οίκτο
2. χαρακτηρίζω κάποιον ή κάτι ως ελεεινό, αποκρουστικό
αρχ.-μσν.
διηγούμαι τις συμφορές για να προκαλέσω οίκτο.