έλκηθρο
From LSJ
Σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Decet tacere quam loqui, quae non decet → Schweig besser still, als dass du sagst, was du nicht darfst
Greek Monolingual
και έλκυθρο, το (AM ἕλκηθρον)
νεοελλ.
1. αμάξι που κυλά πάνω στο χιόνι ή στον πάγο χωρίς τροχούς
2. τμήμα του κιλλίβαντα ορισμένων πυροβόλων με τον οποίο συνδέεται σταθερά ο σωλήνας και παλινδρομεί μαζί του κατά τη βολή γλιστρώντας πάνω στην κοιτίδα
αρχ.
1. ό,τι σέρνεται εδώ κι εκεί
2. τμήμα του αρότρου.