έλκηθρο
From LSJ
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
Greek Monolingual
και έλκυθρο, το (AM ἕλκηθρον)
νεοελλ.
1. αμάξι που κυλά πάνω στο χιόνι ή στον πάγο χωρίς τροχούς
2. τμήμα του κιλλίβαντα ορισμένων πυροβόλων με τον οποίο συνδέεται σταθερά ο σωλήνας και παλινδρομεί μαζί του κατά τη βολή γλιστρώντας πάνω στην κοιτίδα
αρχ.
1. ό,τι σέρνεται εδώ κι εκεί
2. τμήμα του αρότρου.