έλκηθρο

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source

Greek Monolingual

και έλκυθρο, το (AM ἕλκηθρον)
νεοελλ.
1. αμάξι που κυλά πάνω στο χιόνι ή στον πάγο χωρίς τροχούς
2. τμήμα του κιλλίβαντα ορισμένων πυροβόλων με τον οποίο συνδέεται σταθερά ο σωλήνας και παλινδρομεί μαζί του κατά τη βολή γλιστρώντας πάνω στην κοιτίδα
αρχ.
1. ό,τι σέρνεται εδώ κι εκεί
2. τμήμα του αρότρου.