ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge
ἐμμενής, -ές (Α)
1. σταθερός, επίμονος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐμμενές
σταθερότητα, επιμονή
3. (το ουδ. ως επίρρ.) με επιμονή, αδιάλειπτα.