έμπας

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

ἔμπας και επικ. τ. ἔμπης και δωρ. τ. ἔμπαν και ἔμπα (Α)
επίρρ.
1. εν τούτοις, μ' όλα ταύτα («Ζεύς δ' ἔμπης πάντ' ἰθύνει»)
2. μολονότι, αν και («νῡν δ' ἔμπης κῆρες ἐφεστᾱσιν θάνατοιο, ἴομεν»)
3. πάντως, εν πάση περιπτώσει («μάλα γὰρ κεχολώσεται ἔμπης», Ιλ.
«ἔμπας τις αὐτήν ἄλλος ὤφελεν λαχεῑν», Αισχ.).