έναντι

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source

Greek Monolingual

(AM ἔναντι)
επίρρ. απέναντι, αντίκρυ, αγνάντια, ενώπιον («ἰδούγυνή σου ἔναντί σου», ΠΔ Γέν.)
νεοελλ.
1. εν συγκρίσει, σχετικά με
2. (λογιστ.) απέναντι, σε αντίκρισμα («έδωσε μια προκαταβολή έναντι όλου του ποσού», «έναντι λογαριασμού»).