ἔναντι
English (LSJ)
Adv. in the presence of, c. gen., LXX Ge.12.19, al., IG7.2225.52 (Thisbe, ii B.C.), Ev.Luc.1.8, GDI2072.26 (Delph.); cf. ἴναντι.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἴν- ICr.2.5.1.1 (Axo VI/V a.C.)
1 prep. c. gen. delante de, en presencia de, ante ὤμοσαν ... ἔ. τῶν ἱερέων GDI 2072.26 (Delfos II a.C.), cf. ICr.l.c., IG 7.2225.52 (Tisbe II a.C.), ἔ. κυρίου LXX De.18.7, Nu.3.4, Ph.1.101, ἔ. τοῦ θεοῦ Eu.Luc.1.8, Act.Ap.8.21.
2 adv. delante, enfrente, en la parte delantera, SEG 4.594.13 (Colofón, imper.), ἔ.· ἐξ ἐναντίας Hsch.
German (Pape)
[Seite 826] in Gegenwart, N.T.
French (Bailly abrégé)
c. ἔναντα.
NT: en présence de.
Russian (Dvoretsky)
ἔναντι: praep. cum gen. в присутствии, перед (лицом) (ἔ. τοῦ θεοῦ NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἔναντι: ἐπίρρ., ἐνώπιον, Λατ. coram, μετὰ γεν., Ἑβδ. (Γέν. ΛΗʹ, 7, Ἔξοδ. ΚΗʹ, 26, 31, Εὐαγγ. κ. Λουκ. αʹ, 8, Πράξ. ηʹ, 21).
English (Strong)
from ἐν and ἀντί; in front of (i.e. figuratively, presence): before.
English (Thayer)
adverb (ἐν and ἀντί, properly, in that part of space which is opposite), before: as a preposition followed by a genitive (Buttmann, 319 (273)); ἔναντι τοῦ Θεοῦ, יְהוָה לִפְנֵי, before God, i. e. in the temple, Tr marginal reading ἐναντίον); in the judgment of God, G L T Tr WH; (ἔναντι Φαραώ, Tdf.; cf. Buttmann, 180 (156)). (Very often in the Sept., and in the Palestin. Apocrypha of the O. T.;. but nowhere in secular authors)
Greek Monolingual
(AM ἔναντι)
επίρρ. απέναντι, αντίκρυ, αγνάντια, ενώπιον («ἰδού ἡ γυνή σου ἔναντί σου», ΠΔ Γέν.)
νεοελλ.
1. εν συγκρίσει, σχετικά με
2. (λογιστ.) απέναντι, σε αντίκρισμα («έδωσε μια προκαταβολή έναντι όλου του ποσού», «έναντι λογαριασμού»).
Greek Monotonic
ἔναντι: επίρρ., ενώπιον, απέναντι, με γεν., σε Καινή Διαθήκη
Chinese
原文音譯:œnanti 恩-安提
詞類次數:介詞(1)
原文字根:在內-交換
字義溯源:在⋯面前,在前;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(ἀντί)*=相對)組成
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 在⋯面前(1) 路1:8
Translations
in the presence of
Albanian: faqe, faqeza; Armenian: ներկայությամբ; Dutch: in het bijzijn van, in de aanwezigheid van, ten overstaan van; Finnish: jos ... on, mikäli ... on, mukana, läsnä ollessa, edessä, seurassa; French: en présence de; Greek: ενώπιον, παρουσία του, μπροστά σε; Ancient Greek: ἀντί, ἀντίον, ἀπέναντι, ἔναντι, ἐναντίον, ἐνώπιον, παρά, πάροιθα, πάροιθε; Hungarian: jelenlétében; Italian: in presenza di, al cospetto di; Latin: ante; Polish: w obecności; Tocharian B: enepre