ἐναποστηρίζομαι

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναποστηρίζομαι Medium diacritics: ἐναποστηρίζομαι Low diacritics: εναποστηρίζομαι Capitals: ΕΝΑΠΟΣΤΗΡΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: enapostērízomai Transliteration B: enapostērizomai Transliteration C: enapostirizomai Beta Code: e)naposthri/zomai

English (LSJ)

Med.,

   A fix oneself in. or on, ἐς τὴν γλῶσσαν Hp.Acut.(Sp.).9, cf. Placit.2.20.10.

German (Pape)

[Seite 828] (s. στηρίζω), sich darauf stämmen, εἴς τι, Hippocr.; Stob. ecl. phys. 1, 26.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναποστηρίζομαι: μέσ., στηρίζω ἐμαυτὸν ἐντός τινος ἢ ἐπί τινος, ὁκόταν... ἐς τὴν γλῶσσαν ἐναποστηρίζωνται (αἱ φλέβες) Ἱππ. 397. 39, Στοβ. Ἐκλογ. 1. 528.

Spanish (DGE)

confluir en, fijarse en c. giro prep. ἐς τὴν γλῶσσαν (αἱ φλέβες) Hp.Acut.(Sp.) 9, εἰς ὃν (ἥλιον) ... ἀκτῖνες ἐναποστηρίζονται Placit.2.20.10 (= Diog.Apoll.A.13).

Greek Monolingual

ἐναποστηρίζομαι (Α)
1. στηρίζομαι πάνω σε κάτι
2. μπήγομαι («Διογένης κισηροειδῆ τὸν ἥλιον εἰς ὅv ἀπὸ τοῡ αἰθέρος ἀκτῑνες ἐναποστηρίζονται», Στοβ.).