εξαερίζω
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
Greek Monolingual
και ξαερίζω (Α ἐξαερίζω)
νεοελλ.
διώχνω τον αέρα ή άλλο αέριο από κλειστό χώρο («εξαερίζω μηχανή»)
αρχ.
μεταβάλλω σε αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. εξαερίζω < εξ + αερίζω. Το νεοελλ. είναι απόδοση στα Ελλ. του γαλλ. purger d'air (la machine) και μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικόν Ονοματολόγιον].