εξαγωγέας
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
Greek Monolingual
ο (Α ἐξαγωγεύς) εξάγω
νεοελλ.
1. αυτός που εξάγει εμπορεύματα από τον τόπο παραγωγής τους στο εξωτερικό («εξαγωγέας σταφίδας»)
2. εργαλείο ή μέρος εργαλείου που χρησιμεύει για εξαγωγή
αρχ.
αυτός που οδηγεί προς τα έξω (για τον επικεφαλής στρατιωτικής μονάδας ή τη βασίλισσα τών μελισσών).