ἐξάρθρημα

From LSJ
Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξάρθρημα Medium diacritics: ἐξάρθρημα Low diacritics: εξάρθρημα Capitals: ΕΞΑΡΘΡΗΜΑ
Transliteration A: exárthrēma Transliteration B: exarthrēma Transliteration C: eksarthrima Beta Code: e)ca/rqrhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A dislocation, ib.58, Gal.6.876.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάρθρημα: τό, ἐκτοπισμὸς ὀστοῦ, «στραγγούλισμα», Ἱππ. π. Ἄρθρ. 789, προσέτι ἐξάρθρησις, εως, ἡ, αὐτόθι 821.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
medic. dislocación ἤν γέ τι τοιοῦτον αὐτοὺς ἐ. καταλάβῃ Hp.Art.12, cf. 59, διακριτέον ... τὸ ἐ. δὲ ἀκίνητον εἶναι μέχρι τῆς διαστάσεως Sor.Fract.12, κἂν ... ἀνίατον ἐ. μείνῃ Gal.4.364, plu. (φλεγμονή) ἐξαρθρήμασί τε καὶ κατάγμασι ... ἐπιγίγνεται Gal.11.73, cf. 17(2).265, 18(2).867, Orib.49.14.11, Paul.Aeg.6.111.1.

Greek Monolingual

το (Α ἐξάρθρημα) εξαρθρώ
εξάρθρωση.