εξευτελίζω
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
Greek Monolingual
και ξευτελίζω (AM ἐξευτελίζω) ευτελίζω
καθιστώ κάτι ευτελές, εξαχρειώνω («κι αν δεν μπορεῑς να κάνεις τη ζωή σου όπως τή θες, τοῡτο προσπάθησε τουλάχιστον
μην τήν εξευτελίζεις», Καβάφης)
νεοελλ.
μέσ. εξευτελίζομαι
χάνω την αξιοπρέπεια μου
αρχ.
1. θεωρώ κάτι ευτελές
2. ελαττώνω πέρα από το κανονικό, περιορίζω.