τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
εὐτελίζω (ΑΜ) ευτελήςπαριστάνω κάτι ως ευτελές, καταφρονώ, εξευτελίζω, ταπεινώνω.